Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Τα "επειδή" για την απαλλαγή του εγγυητή

Εισαγωγή:

Επειδή ο Ν.3869/2010 είναι νόμος με τον οποίο επιχειρείται η συνολική ρύθμιση της προσωπικής κατάστασης του δανειολήπτη/υπερχρεωμένου φυσικού προσώπου.

Επειδή, τόσο η δανειακή σύμβαση όσο και η εγγυητική σύμβαση αποτελεί αυτονόητα, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και την κοινή λογική, στοιχείο της προσωπικής κατάστασης του εκάστοτε δανειολήπτη ή/και εγγυητή, αφού διαμορφώνει συγκεκριμένες συνθήκες και το ύψος κάθε πιστωτικής απαιτήσεως.
Επειδή, συνεπώς, δύναται το Δικαστήριο της ουσίας, έστω και παρεμπιπτόντως, να υπεισέλθει σε ζητήματα νομιμότητας της υπό κρίση συμβάσεως και να αποφανθεί επί αυτών, ενόψει του δικαιοδοτικού του καθήκοντος, να προβεί στη ρύθμιση του συνόλου της προσωπικής κατάστασης του δανειολήπτη ή/και του εγγυητή.

Επειδή, κατά γενική αρχή του Ενοχικού Δικαίου, όλες οι ενοχικές συμβάσεις δύνανται να καταγγελθούν με μονομερή απευθυντέα δήλωση βουλήσεως (κοινώς, με ένα απλό εξώδικο) (έτσι και Βαθρακοκοίλης) και συνεπώς, η εγγυητική σύμβαση, ως ενοχική σύμβαση παρέχουσα προσωπική ασφάλεια επί πιστωτικής χορηγήσεως, ενόψει μη υπάρξεως ρητής νομοθετικής ρυθμίσεως περί αποκλεισμού της από το γενικό πλαίσιο λειτουργίας των ενοχικών συμβάσεων, δύναται να καταγγελθεί, για όσους λόγους θα αναφέρονται κάθε φορά στην καταγγελία.

Επειδή, περαιτέρω, η απαλλαγή του εγγυητή από την χορηγηθείσα υπέρ αυτού ή από αυτόν εγγυητική σύμβαση (στο πλαίσιο του Ν.3869/2010 αλλά και σε κάθε αναγνωριστική αγωγή -άρθρο 70ΚΠολΔ- ή ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, καθώς και εξωδίκως) φαίνεται να είναι μια αδιευκρίνιστη και σχεδόν μυστηριώδης δυνατότητα, η οποία άγει τη θεωρία και τη νομολογία σε άκρως αντίθετα συμπεράσματα κάθε φορά.

Επειδή, εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις, συμβαίνει να παρέχεται εμπράγματη ασφάλεια επί της εκάστοτε χορηγηθείσας πίστωσης, ώστε η χορήγηση προσωπικής ασφάλειας με την κατάρτιση εγγυητικής συμβάσεως θα πρέπει να εξεταστεί και υπό το πρίσμα του 281ΑΚ.

Επειδή, τέλος, τα ανακύπτοντα εκ της εγγυήσεως επί δανειακής συμβάσεως ζητήματα έχουν νομολογηθεί από τον Άρειο Πάγο με την υπ' αριθμ 1096/2006 απόφαση του, στην οποία το Ανώτατο Ακυρωτικό προβαίνει σε αυθεντική ερμηνεία των διατάξεων του Νόμου και τα εξαγόμενά του είναι σημαντικότατα για τις νομικές δυνατότητες κάθε δανειολήπτη ή/και εγγυητή.

Για τους λόγους αυτούς, αποφάσισα να δημοσιεύσω τα "επειδή", που μπορούν να ενσωματώνονται στις αιτήσεις του Ν.3869/2010, όταν αυτές υποβάλλονται είτε από εγγυητές, είτε από δανειλήπτες, που ζητούν την απαλλαγή τους από την εγγυητική σύμβαση.

Ακολουθεί το κείμενο.
Εύχομαι καλή επιτυχία!
-----------------------------------------------------------------------
Επειδή η παρασχεθείσα στην τράπεζα ασφάλεια συνιστά εγγύηση, είναι, καταρχήν, δυνατή η απελευθέρωση του τραπεζικού εγγυητή για τους γενικούς λόγους των άρθρων 847επ. ΑΚ- π.χ. λόγω αποσβέσεως της κύριας οφειλής, είτε στο πλαίσιο λειτουργίας της συμβάσεως, είτε λόγω ασκήσεως των θεσπιζόμενων από τον Νόμο 3869/2010 δικαιωμάτων του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή, η οποία έχει ήδη επέλθει και την οποία οφείλει να διαπιστώσει το Δικαστήριό Σας και ως εκ τούτου να με απαλλάξει από τις εγγυητικές συμβάσεις τις οποίες παρέσχον υπέρ της αντιδίκου.

Επειδή, άλλως και δυνάμει της ΑΚ 862, η τράπεζα παραμελεί την άσκηση της κύριας αξιώσεως της κατά του πρωτοφειλέτη – πελάτη της ή την είσπραξη αξιών, που τυχόν της έχουν μεταβιβασθεί καταπιστευτικά ή λόγω ενεχύρου ή πληρεξουσιότητας, προς μείωση ή απόσβεση της κύριας οφειλής, οπότε η απαλλαγή μου, υπό την ιδιότητά μου, ως εγγυητή, με βάση το άρθρο αυτό, φαίνεται αναμφισβήτητη.

Επειδή άλλως, απαλλαγή του εγγυητή, σε κάθε περίπτωση, επέρχεται, αν η τράπεζα δεν έχει τηρήσει τις αναληφθείσες απέναντι του συμβατικές από την εγγύηση υποχρεώσεις της ή έχει επέλθει αποδυνάμωση του δικαιώματος της από την εγγύηση ή έχει εκλείψει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης και, ακόμα, όταν η τράπεζα ως δανείστρια έχει παραιτηθεί από ασφάλειες που ασφάλιζαν την απαίτηση, για την οποία είχε δοθεί και η εγγύηση, κατά την ΑΚ 863.

Επειδή, άλλως, ευθύνη της τράπεζας έναντι του εγγυητή σε πιστωτική σύμβαση και δυνατότητα απαλλαγής του τελευταίου – κατά την ΑΚ 300 – μπορεί να προκύψει από παράβαση των υποχρεώσεων της τράπεζας υπαγορευμένων από την καλή πίστη, κατά τις ΑΚ 197, 198, 200, 288 και ήδη έχουν συντρέξει οι προϋποθέσεις ιδρύσεως αυτού του λόγου ευθύνης στο πρόσωπό μου.

Επειδή, άλλως, ο εγγυητής μπορεί να αντιτάξει κατά της τράπεζας την ένσταση της καταχρηστικότητας γενικού όρου της συμβατικής σχέσεως τράπεζας-πρωτοφειλέτη, χωρίς να είναι ανάγκη να είναι και αυτός καταναλωτής με την έννοια του νόμου 2251/1994, επειδή η περί καταχρηστικότητας όρου ένσταση δεν είναι προσωπαγής, ώστε να μη μπορεί να προταθεί από τον εγγυητή κατά του δανειστή σύμφωνα με την ΑΚ 853, την οποία δικαιούμαι και ήδη προτείνω ενώπιον του αξιοτίμου Δικαστηρίου Σας.

Επειδή, άλλως, ο εγγυητής σε πιστωτική τραπεζική σύμβαση μπορεί να χαρακτηριστεί – και χαρακτηριζόταν, με την επιφύλαξη της ΑΚ 281 – σε κάθε περίπτωση «καταναλωτής» ανεξάρτητα από την ιδιότητα του πιστολήπτη, υπέρ του οποίου παρείχε την εγγύηση του, επειδή η εγγύηση είναι μεν σύμβαση παρεπόμενη, πλην όμως αρκούντως αυτόνομη, ενώ η τράπεζα ουδέποτε θα προέβαινε στη σύναψη πιστωτικής σύμβασης, αν η εγγύηση δεν προσλάμβανε το περιεχόμενο της αρεσκείας της και ως εκ τούτου, ο εγγυητής έχει ανάγκη προστασίας απέναντι στην διαπραγματευτική ισχύ της τράπεζας, που του επιβάλλει τη δική της συμβατική τάξη. Συνεπώς, φαίνεται αναπόφευκτος ο χαρακτηρισμός του ως καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 1§4 ν. 2251/1994, και η υπαγωγή του στις διατάξεις του νόμου τούτου (5253/2003 ΕφΑθ, 34071/2006 ΜονΠρωτΘεσ), όπερ σημαίνει ότι δικαιούμαι και ήδη ζητώ από το αξιότιμο Δικαστήριό Σας την προστασία μου ως καταναλωτή έναντι της αντιδίκου για τις υπέρ της τελευταίας χορηγηθείσες εγγυήσεις.

Επειδή, άλλως, κατά το άρθρο 847 Α.Κ., «με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή». Στην εγγύηση εφαρμόζονται οι κοινές για σύμβαση διατάξεις, όπως εκείνες που αφορούν τα ελαττώματα της δηλώσεως βουλήσεως. Κατά συνέπεια, η εγγύηση μπορεί να ακυρωθεί λόγω ουσιώδους πλάνης (άρθρα 140, 142 Α.Κ), όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία ο εγγυητής υπογράφει ένα έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι έχει ορισμένο περιεχόμενο με ορισμένες συνέπειες, ενώ αυτό περιλαμβάνει περιεχόμενο διαφορετικό, όπως ακριβώς συνέβη και στην εν προκειμένω κρινομένη υπόθεση.

Επειδή, άλλως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 154, 180 και 184 Α.Κ. η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω ουσιώδους πλάνης επέρχεται δια δικαστικής αποφάσεως και δικαιούται να τη ζητήσει, με αγωγή ή ένσταση, εκείνος που πλανήθηκε (ή ο κληρονόμος του), η ακυρώσιμη δε δικαιοπραξία, όταν ακυρωθεί, εξομοιώνεται προς άκυρη, εξ αρχής, και θεωρείται ως μη γενόμενη (με επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν δικαιώματα τα οποία τρίτος απέκτησε από σύμβαση που ακυρώθηκε) και όπως από την ιστορική βάση της παρούσας προκύπτει, παρέσχον τις χορηγηθείσες εγγυήσεις κατόπιν της διαβεβαιώσεως των προστηθέντων της αντιδίκου, ότι ουδέν έννομο αγαθό μου θέτω σε διακινδύνευση από την υπογραφή των εγγυητικών συμβάσεων, καμία ζημία δεν πρόκειται να υποστώ και ποτέ η αντίδικος δεν θα στραφεί κατά εμού ή/και της περιουσίας μου εξ αυτής της αιτίας, ώστε δικαιούμαι και ήδη ζητώ με την παρούσα μου, την αναγνώριση της ακυρότητας της εν λόγω δικαιοπραξίας και την απαλλαγή μου από ακύρως αναληφθείσα ενοχή.

Επειδή, άλλως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1294 έως 1296 του ΑΚ η εκ μέρους τρίτου κυρίου παραχώρηση υποθήκης σε ακίνητό του δεν σημαίνει, ότι αυτός γίνεται και οφειλέτης του ενοχικού δανειστή, εκτός εάν ο τρίτος ενέχεται και προσωπικώς, λόγου χάρη, λόγω εγγυήσεως ή αναδοχής χρέους. Η ευθύνη του τρίτου κυρίου που παραχωρεί υποθήκη για αλλότριο χρέος περιορίζεται να ανεχθεί την αναγκαστική εκτέλεσή μόνο στο βεβαρημένο ακίνητό του, αν δεν προτιμά να εξοφλήσει το ξένο χρέος και συνεπώς, ουδέποτε κατέστην εγώ οφειλέτιδα της αντιδίκου.

Επειδή, εξάλλου, ο εγγυητής εκ του Νόμου, αγνοεί την εκκίνηση της διαδικασίας του Ν 3869/2010 και εκ των υστέρων και σε περίπτωση που γίνει δεκτό το αίτημα του δανειολήπτη περί ρυθμίσεως των απαιτήσεων των πιστωτών του στο πλαίσιο του Ν.3869/2010, καθίσταται ΕΞ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ υπόχρεος αποπληρωμής των πιστωτικών απαιτήσεων, οπότε εν προκειμένω, εγώ θα έχω καταστεί ΕΞ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΛΟΓΩ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΙΣΤΩΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΦΕΙΛΕΤΗ, λόγος ο οποίος με καθιστά δικαιούχο των ευεργετικών διατάξεων του Ν.3869/2010 για τον οποίο δικαιούμαι και ήδη ζητώ την απαλλαγή μου, δυνάμει του Ν.3869/2010, από τις χορηγηθείσες εγγυήσεις μου.

Επειδή, περαιτέρω ο εγγυητής, δεσμεύεται από το αποτέλεσμα δίκης που διεξάγεται μεταξύ τρίτων και μάλιστα δυνάμει ουσιαστικής και όχι δικονομικής συμβάσεως, για αιτία η οποία δεν υφίστατο κατά τον χρόνο υπογραφής των δανειακών συμβάσεων (συνιστώσα κατ’ αυτό τον τρόπο, απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών και για εμένα, κατά την 388ΑΚ) και για απαίτηση, η οποία δεν έχει γεννηθεί ακόμα στο πρόσωπό μου, ούτε είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, καθώς η εγγύηση διατηρεί τον παρακολουθηματικό της χαρακτήρα, επί της κυρίας απαίτησης, το ύψος της οποίας κρίνεται στο Δικαστήριο της ουσίας του Ν.3869/2010.

Επειδή, η παράλειψη του νομοθέτη να μεριμνήσει στο πλαίσιο του Ν.3869/2010, προκειμένου για τον ταυτόχρονο περιορισμό της έκτασης της χορηγηθείσας εγγυήσεως στο ύψος της απαιτήσεως, όπως αυτή διαμορφώνεται δυνάμει της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως του Ν.3869/2010 για τον πρωτοφειλέτη, έχει ως αποτέλεσμα ο εγγυητής να φέρεται να εγγυάται για δανειακές συμβάσεις και επομένως, για δανειακές απαιτήσεις, οι οποίες κατά ουσιώδες μέρος τους δεν υπάρχουν πλέον, άλλως έχουν τροποποιηθεί και μάλιστα, η τροποποίηση κάθε δανειακής συμβάσεως θα έχει επέλθει με δικαστική απόφαση.

Επειδή, εν τέλει, στο πλαίσιο του Ν.3869/2010 το δεδικασμένο (υπό την ειδική έννοια και περιεχόμενο που αυτό προσλαμβάνει στο πλαίσιο της Εκουσίας Δικαιοδοσίας), ένεκα της απλής ομοδικίας πρωτοφειλέτη και εγγυητή, δεν ισχύει αυτοδικαίως για τον δεύτερο, με αποτέλεσμα εγώ, σε περίπτωση υποκαταστάσεως, θα φέρομαι να οφείλω κανονικά, γεγονός το οποίο ανατρέπει την κοινή λογική αλλά και τις ισχύουσες περί εγγυήσεως διατάξεις του ΑΚ, ενώ πόρρω απέχει από τη στόχευση του Νόμου, περί ρυθμίσεως του συνόλου της προσωπικής καταστάσεως του υπερχρεωμένου οφειλέτη αλλά και του τρίτου ενεχομένου ως εγγυητή, ρύθμιση την οποία ήδη αιτούμαι ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.

Επειδή, τέλος, με την από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργική Απόφαση όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ' αριθ. Ζ1-21/17-01-2011 και αφού λήφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις υπ' αριθμ 430/2005 και 1219/2001 ΑΠ, 5253/2003 και 6291/2000 Εφετείου Αθηνών καθώς και οι 1119/2002 και 1208/1998 του πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ' αριθμ 961/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που έχει καταστεί αμετάκλητη και το γεγονός, ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών (άρθρο 10 παρ 2 του Ν 2251/1994) αποφασίστηκε "η απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές", παραθέτοντας το σύνολο των ΓΟΣ που έχουν κριθεί άκυροι ως καταχρηστικοί. Μεταξύ αυτών και ο όρος που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862-868ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν. Κατά της ανωτέρω από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργικής Απόφασης η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών ήσκησε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης την οποία το Δικαστήριο απέρριψε με την υπ' αριθμ ΣτΕ 1210/2010, καθώς απέρριψε ως αβάσιμους τους περί του αντιθέτου λόγους ακύρωσης της ΕΕΤ, που αφορούσαν μεταξύ άλλων τους ανωτέρω Γενικούς Όρους Συναλλαγών της υπό κρίση συμβάσεως, οι οποίοι κρίθηκαν ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και περιλαμβάνονταν στην προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση, όπως ο συγκεκριμένος όρος που προβλέπει παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862-868ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν.

Γράφει ο Μάριος Μαρινάκος στο De iure

Κάθε νέα ανάρτηση στο email σας

2 σχόλια:

  1. Από Μάρκο Κουντουρούδα:
    "Να θέσω υπόψη και την απόφαση που επετεύχθη με συμβολή μου επί του σχετικού ζητήματος, ήτοι την υπ'αριθμ. 1990/2004 του Πολ.Πρωτ.Αθηνών (ΝοΒ 52, σελ. 1592)."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ, Μάρκο! Μόλις είδα το σχόλιό σου.
    ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΑΡΑ που έβγαλες!
    Και βεβαίως, ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ στους Δικαστές που Δίκασαν με τόλμη, με ανοχτό νου και με βάση την κοινή λογική και το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
    Keep walking ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Πολιτική Σχολίων

Το «Νομικά Ανάλατα» δεν έχει προς το παρόν ενεργοποιήσει καμία υπηρεσία έγκρισης ή μετριασμού σχολίων. Επίσης, έχει επιτρέψει τα ανώνυμα σχόλια. Οι επιλογές αυτές οφείλονται στην επιθυμία μας να δημιουργηθεί μία κοινότητα γύρω από το ιστολόγιο, η οποία να συζητά και να έχει παλμό.

Όμως, πρέπει να σημειωθούν τα εξής:

- Κάθε σχόλιο αντιπροσωπεύει τον σχολιαστή του και μόνο, και δεν απηχεί κατ’ ανάγκην τις αντιλήψεις του «Νομικά Ανάλατα»
- Υβριστικά, δυσφημιστικά ή άλλα παράνομα σχόλια δε θα γίνονται σε καμία περίπτωση ανεκτά.
- Σε καμία απολύτως περίπτωση δε θα γίνονται ανεκτά υβριστικά σχόλια που απευθύνονται στους υπόλοιπους σχολιαστές του Ιστολογίου.
- Πέρα από τα παράνομα σχόλια, απαγορεύονται τα σχόλια που είναι σκοπίμως εκτός θέματος, άσχετα, προκλητικά και έχουν σκοπό να προκαλέσουν εκρηκτικές αντιδράσεις (Τρολ, Troll).

Το «Νομικά Ανάλατα» διατηρεί το δικαίωμα της απροειδοποίητης και αναιτιολόγητης φραγής (block) χρηστών που έχουν παραβιάσει τους όρους χρήσης.

(από τους Όρους Χρήσης)