Στη δικηγορική πάντως καθημερινότητα, η διάγνωση αοριστίας θεμελιώνει πάντοτε «ευθύνη» του δικηγόρου. Ποσοτική αοριστία σημαίνει ότι «φταίει ο δικηγόρος». Νομική αοριστία σημαίνει ότι όχι απλά «φταίει ο δικηγόρος», αλλά ότι «ο δικηγόρος είναι για …. ». Νομικά αόριστη αγωγή σημαίνει ότι το δικόγραφο περιέχει ασυνάρτητες σκέψεις υπό την έννοια ότι υπάρχει ελλιπής ή αντικρουόμενη παράθεση ουσιωδών γεγονότων κατά τρόπο που το δικαστήριο δεν δύναται να προβεί σε νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Κατά την άποψή μου, νομικά αόριστη αγωγή δεν θα μπορούσε να συντάξει ακόμη και ο κοινός μέσος μαθητής της τρίτης τάξης του Γυμνασίου… Πόσο μάλλον ένας δικηγόρος…
Η διάγνωση πάντως της αοριστίας είτε αυτή είναι νομική είτε ποσοτική, παράγει πανομοιότυπα αποτελέσματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις καταλήγει στην απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, με την έκφραση «η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως» η οποία στερεότυπα συναντάται στις αποφάσεις των δικαστηρίων μας. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της αοριστίας είναι ότι αποτυπώνεται στην απορριπτική απόφαση με τον πλέον ξεκάθαρο -σχεδόν πανηγυρικό θα έλεγα- τρόπο. Το αποτέλεσμα που η πανηγυρική αυτή διατύπωση παράγει, είναι ισοδύναμο με
100 κιλά εκρηκτικής ύλης TNT στα θεμέλια της σχέσης δικηγόρου - πελάτη. Αρκεί η απλή ανάγνωση της απόφασης ώστε να «πυροδοτηθεί» ακόμη και ο πλέον χαμηλών τόνων (και συνάμα αδαής περί τα νομικά) πελάτης, ο οποίος
ως μανιωμένος ταύρος, εφορμά στο γραφείο του δικηγόρου και α) επιρρίπτει την αποκλειστική ευθύνη στο δικηγόρο (σε τόνο και ύφος ανάλογο με το ύψος και τη σπουδαιότητα της απαίτησης) και β) απαιτεί να πάρει αμέσως το φάκελό του, ώστε να απευθυνθεί σε άλλο δικηγόρο και μάλιστα δίχως «σηκώνει και πολλές κουβέντες» …
Φαντάσου τώρα τον άμοιρο το δικηγόρο να προσπαθεί να αναλύσει στον -αδαή περί τα νομικά- πελάτη την έννοια της πραγματικής αοριστίας, την εσφαλμένη κατά την άποψή του κρίση του δικαστηρίου περί πραγματικής αοριστίας, ότι κατά την εκτίμησή του από τη διατύπωση της αγωγής προκύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αποθετικής λ.χ ζημίας και ότι σε αντίστοιχη με του πελάτη του περίπτωση η ΕφΠειρ 715/2001 προσδιόρισε με επιτυχία και εξαιρετική σαφήνεια τον κύκλο των αναγκαίων περιστατικών επί αγωγής οδοντιάτρου λόγω μη λειτουργίας του ιατρείου του, εξαφανίζοντας την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε απορρίψει ως αόριστη την αγωγή στην οποία δεν γινόταν μνεία «πόσοι και ποιοι πελάτες θα επισκέπτονταν τον ενάγοντα τις συγκεκριμένες ημέρες, ποιες θεραπείες θα έκαναν και έναντι ποιας αμοιβής» και ορθά αρκέσθηκε σε μνεία «συγκεκριμένου χρηματικού ποσού με αναφορά σε ορισμένο χρονικό πλαίσιο»…
Ο πελάτης θα σε ακούει απορημένος (αν όχι «φουντωμένος»), μέχρις ότου σου ξεφουρνίσει αυτό που κανένας δικηγόρος δεν θέλει ποτέ ν’ ακούσει: «εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά, η απόφαση το λέει ξεκάθαρα, απορρίπτει την αγωγή ως αόριστη διότι δεν έγινε μνεία πόσοι και ποιοι πελάτες με επισκέπτονταν τις συγκεκριμένες ημέρες, ποιες θεραπείες θα έκαναν και έναντι ποιας αμοιβής κλπ. Γιατί δεν τα έγραψες αυτά; Θέλω να μου δώσεις το φάκελό μου για να πάω αλλού»… Φαντάσου τώρα τη θέση του δικηγόρου αν η αμοιβή του καθορίζεται με εργολαβικό δίκης, περίπτωση στην οποία του έχει εκχωρηθεί μέρος της απαίτησης… Φαντάσου τώρα να αρνηθεί για το λόγο αυτό την παράδοση του φακέλου… Είναι νομίζω στο δικηγορικό κόσμο κοινή η διαπίστωση, ότι η αοριστία, αποτελεί έναν από τους ελάχιστους «καραμπινάτους λόγους» που οδηγεί στην ταχεία επιδείνωση και τελικά στη ρήξη της σχέσης δικηγόρου – πελάτη. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ο δικηγορικός κόσμος «τρέμει» την αοριστία (τρόμος που αποτυπώνεται στην έκφραση «πρόσεξε μη σου τραβήξει καμιά αοριστία και πάει η αγωγή, πάει και ο πελάτης» ).
Ερωτάται λοιπόν: θα μπορούσε η αοριστία να αντιμετωπιστεί προληπτικά; Θα μπορούσε δηλαδή ο δικηγόρος να προνοήσει ώστε το δικαστήριο -προ της εκδίκασης της υπόθεσης- να του επισημάνει τα σημεία εκείνα της αγωγής που τυχόν χρήζουν διευκρίνησης ή συμπλήρωσης, ώστε να αποφευχθεί η έκδοση απορριπτικής λόγω αοριστίας απόφασης;
Έχω την αίσθηση ότι με την επιστράτευση του αρθρ. 236 ΚΠολΔ αυτό είναι εφικτό και ότι μπορεί να γίνει με το δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι π.χ ο εισηγητής της υποθέσεως οφείλει να διαπιστώσει από την μελέτη του φακέλου, ο οποίος του παραδίδεται δεκαπέντε ημέρες προ της συζητήσεως, ότι η αγωγή είναι αόριστη. Συνάγεται επομένως ότι κατά το χρόνο της εκδίκασης, το δικαστήριο γνωρίζει ότι η αγωγή πάσχει από αοριστία και επομένως γνωρίζει ότι η αγωγή πρόκειται να απορριφθεί ως αόριστη (μόνο που αυτό θα γίνει 6-8 μήνες μετά τη συζήτησή της)! Αφού λοιπόν το δικαστήριο το γνωρίζει γιατί να μη σου το επισημάνει;
Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι μπορείς με την αγωγή, να υποδείξεις την από το αρθρ. 236 ΚΠολΔ δικονομική ευθύνη του δικαστή περί α) γνωστοποίησης (προ της εκδίκασης) τυχόν αοριστίας της αγωγής και β) υπόδειξης (προ της εκδίκασης), των σημείων εκείνων της αγωγής που χρήζουν συμπλήρωσης, ώστε
Ι) στην περίπτωση νομικής αοριστίας ο δικηγόρος να κάνει χρήση του δικαιώματός να παραιτηθεί του δικογράφου με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο (αρθρ. 297 ΚΠολΔ)
ΙI) στην περίπτωση πραγματικής αοριστίας παραδεκτά βάσει των διατάξεων 224 εδ. β ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 236 ΚΠολΔ, ο δικηγόρος να αιτηθεί αναβολή (αρθρ. 241 ΚΠολΔ), προκειμένου στη μετ' αναβολή συζήτηση (αρθρ. 281 ΚΠολΔ), με νέες προτάσεις του, συμπληρωματικές των αρχικών, να συμπληρώσει την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών, θεραπεύοντας με τον τρόπο αυτό την πραγματική αοριστία.
Πρώτη, η υπ' αριθ. 1439/1990 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (Α. Παπαμιχαλόπουλος, Δ 1991.253 με παρατ. Μητσόπονλου - ΝοΒ 1991.418), επιστράτευσε τη διάταξη του άρθρου 236 ΚΠολΔ, επιφυλάσσοντας, με αξιοπρόσεκτη σαφήνεια, μία διαφορετική μεταχείριση στην πραγματική από τη νομική αοριστία. Το σκεπτικό της αποφάσεως αξίζει να παρατεθεί αυτούσιο: «…Όταν όμως τα αναγόμενα στην προϋπόθεση αυτή πραγματικά περιστατικά περιέχονται μεν στην αγωγή, αλλά όχι με πληρότητα, σε τρόπον ώστε αυτή, από το λόγο αυτό, να είναι αόριστη εκ του πράγματος, τότε η αοριστία αυτή μπορεί να θεραπευθεί με την συμπλήρωση της αγωγής(η οποία περιέχει τα από τον κανόνα του δικαίου απαιτούμενα στοιχεία, αλλά όχι με πληρότητα), με τις προτάσεις, την οποία (συμπλήρωση) ο δικαστής, έχει όχι μόνον την εξουσία, αλλά και υποχρέωση να υποδεικνύει στους διαδίκους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 236 ΚΠολΔ».
Σε «δικονομική ευθύνη» του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση αναφέρεται η ΕφΘεσ 1278/2001, της οποίας οι σκέψεις, εξαιρετικά εύστοχες και απολύτως θεμελιωμένες στις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, αξίζει να παρατεθούν αυτούσιες. «Αν ο δικαστής παραλείψει την κατά τα ανωτέρω συναγωγή των αναγκαίων διασαφηνίσεων, δεν είναι θεμιτό, μετά την ολοκλήρωση της προφορικής συζήτησης να επιρρίψει στον διάδικο τις συνέπειες της δικής του παράλειψης (του δικαστή, ΚΠολΔ 236), απαγγέλλοντας το απαράδεκτο του σχετικού ισχυρισμού λόγω αοριστίας, αλλά διατηρεί ως μόνη διέξοδο τη δυνατότητα επανάληψης της συζήτησης (ΚΠολΔ 254)».
Περαιτέρω, η περίπτωση της παράλειψης της από το άρθρο 236 δικονομικής υποχρέωσης του Δικαστηρίου ήτοι τη ότι η αγωγή πάσχει από αοριστία σε συγκεκριμένα σημεία της ώστε εγκαίρως να σπεύσει ο ενάγων να τη θεραπεύσει, η οποία (παράλειψη) θα έχει ως επακόλουθη συνέπεια α) την απόρριψη της αγωγής (ως πάσχουσας από αοριστία) κατόπιν όμως διαδικασίας που είναι υπερβολικά χρονοβόρα και δεν ανταποκρίνεται στην περί "ευλόγου προθεσμίας" επιταγή, καθώς και β) η μετά την έκδοση της απορριπτικής (λόγω αοριστίας) απόφασης επανεγερση νέας βελτιωμένης αγωγής που δεν θα πάσχει από αοριστία, επί της οποίας ομοίως θα εκδοθεί απόφαση μετά από διαδικασία που είναι υπερβολικά χρονοβόρα και δεν ανταποκρίνεται στην περί "ευλόγου προθεσμίας" επιταγή, παραβιάζει ευθέως το αρθ. 6 της ΕΣΔΑ, διότι η διάρκεια της ΟΛΗΣ ΑΥΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ είναι για τον ενάγοντα όχι απλώς υπερβολική και μη ανταποκρινόμενη στην περί "ευλόγου προθεσμίας" επιταγή, αλλά εξοντωτική! Να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο ήδη από δεκαπενθημέρου προ της εκδικάσεως της υπόθεσης γνωρίζει άλλως -από την επισκόπηση του δικογράφου- οφείλει να γνωρίζει ότι η αγωγή πάσχει από αοριστία (ποσοτική ή νομική) και επομένως ήδη κατά το χρόνο της εκδίκασης γνωρίζει ότι η αγωγή πρόκειται να απορριφθεί (6-8 μήνες μετά τη συζήτησή της) λόγω αοριστίας… Έχει επομένως από το αρθρ. 236 ΚΠολΔ τη δικονομική υποχρέωση, κατά την ημερομηνία της δικασίμου και προ της ενάρξεως της εκδικάσεως, να ενημερώσει επ αυτού τον ενάγοντα ώστε εφόσον το επιθυμεί α) να παραιτηθεί του δικογράφου της αγωγής αν αυτή πάσχει από νομική αοριστία ή β) αν η αγωγή πάσχει από πραγματική αοριστία να αιτηθεί κατ' αρθρ. 241 ΚΠολΔ αναβολή ώστε παραδεκτά βάσει των διατάξεων 224 εδ. β ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 236 ΚΠολΔ, στη μετ' αναβολή συζήτηση (αρθρ. 281 ΚΠολΔ), με νέες προτάσεις του, συμπληρωματικές των αρχικών, να συμπληρώσει την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας με τον τρόπο αυτό την πραγματική αοριστία. Σε διαφορετική περίπτωση στοιχειοθετείται η παραβίαση του αρθ. 8 παρ 1 Σ, του αρθ. 6 ΕΣΔΑ.
Εξάλλου, η προ της έκδοσης απορριπτικής (λόγω αοριστίας) απόφασης καταβολή των εξόδων και τελών για την άσκηση της διαδικαστικής πράξεως, καθώς και ιδίως η προσκόμιση του δικαστικού ενσήμου, τούτο δε παρά την από δεκαπενθημέρου προ της εκδικάσεως γνώση του δικαστηρίου της αοριστίας της αγωγής (και άρα της έκδοσης απορριπτικής για το λόγο αυτό απόφασης), στοιχειοθετεί την παραβίαση του αρθ. 17 παρ 1 Σ , του αρθ. 1 παρ. 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Δεδομένης δηλαδή της από το αρθ. 236 δικονομικής υποχρέωσης του δικαστή, άπαξ και ο δικαστής δεν υποδείξει προ της ενάρξεως της εκδικάσεως στον ενάγοντα, ότι η αγωγή είναι αόριστη, ο ενάγων αναμένει την έκδοση αποφάσεως που θα κρίνει την ουσία της υποθέσεως.
Στην περίπτωση που δεν τηρηθεί η δικονομική αυτή υποχρέωση του δικαστηρίου ο ενάγων θα υποστεί περιουσιακή ζημία που ανέρχεται στο ποσό που αυτός κατέβαλε για τα έξοδα και τέλη της δίκης. Κατ’ άλλη άποψη η ζημία επαυξάνεται κατά το ποσό που ο ενάγων κατέβαλε για το δικαστικό ένσημο, όταν η νομικά αόριστη αγωγή θεωρηθεί ως νόμω αβάσιμη αφού σε αυτή την περίπτωση, πρόκειται για απόρριψη, η οποία τέμνει στην ουσία της διαφοράς και επομένως θα πρέπει να υποχρεωθεί ο ενάγων και σε νέα καταβολή του δικαστικού ενσήμου.
Συνεπώς η άσκηση νέας «βελτιωμένης» αγωγής κατά τρόπο που να μην πάσχει από αοριστία και επομένως η «ανάλωση» των εξόδων και τελών της προηγούμενης δίκης (και υπό προϋποθέσεις η ανάλωση και του δικαστικού ενσήμου), συνεπάγεται ότι ο ενάγων έχει υποστεί περιουσιακή βλάβη, αφού η υποχρέωση της εκ νέου καταβολής των εξόδων και τελών της δίκης προκειμένου να επανέλθει με νέα διορθωμένη αγωγή που δεν θα πάσχει από αοριστία ώστε να εξεταστεί εκ νέου το καταψηφιστικό της αρχικής αγωγής αίτημα, συνιστά βλάβη της περιουσίας του (αρθ. 1 πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κλπ).
Τυχόν δε αδυναμία καταβολής του ποσού αυτού , συνιστά επιπρόσθετα αποστέρηση του δικαιώματός της εκδίκασης της υπόθεσής του (βλ. αρθρ. 8 Σ «κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος»).
Επιχειρώ με τα παρακάτω τρία υποδείγματα αγωγών να επισημάνω την από το αρθρ. 236 ΚΠολΔ δικονομική ευθύνη του δικαστή ήτοι την υποχρέωση γνωστοποίησης (προ της εκδίκασης) τυχόν αοριστίας της αγωγής και υπόδειξης στον ενάγοντα των σημείων εκείνων της αγωγής που τυχόν χρήζουν συμπλήρωσης. Βλ αγωγή ενώπιον του ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (
open -
download) , του ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (
open -
download) και του ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ (
open-
download).
Ερωτάται βεβαίως αν στο αιτητικό της αγωγής μπορεί να περιληφθεί «αίτημα» περί υπόδειξης (από το δικαστήριο) των σημείων της αγωγής που χρήζουν συμπλήρωσης… Άσχετα πάντως με την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, έχω την αίσθηση ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει το κεφάλαιο αυτό της αγωγής που αφορά στην από το αρθρ. 236ΚΠολΔ δικονομική ευθύνη του… Εν πάση δε περιπτώσει θα μπορούσε το αίτημα αυτό να συμπεριληφθεί (ως συγκεκαλυμμένο αίτημα), με τα «επειδή» της αγωγής. Και αν παρ όλα αυτά το δικαστήριο παραβλέψει το κεφάλαιο αυτό της αγωγής και εκδώσει απορριπτική λόγω αοριστίας απόφαση, έχω την αίσθηση ότι η απόφαση προσβάλλεται για το λόγο αυτό με έφεση και ότι εύκολα μπορεί να φτάσει και στο ΕΔΔΑ.
Θα κλείσω με τη διαπίστωση της Κ.Θ Μακρίδου από
το βιβλίο της «η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της», Δ έκδοση (το οποίο συστήνω ανεπιφύλακτα). Αν τα δικαστήρια της ουσίας επιστρατεύσουν το άρθρο 236 ΚΠολΔ για την άρση της πραγματικής αοριστίας της αγωγής, αλλά και των ενστάσεων, τότε προμηνύεται ότι ο μισός, τουλάχιστον, από τον όγκο των αποφάσεων που απορρίπτουν ως αόριστες τις σχετικές αγωγές, θα αντικατασταθεί από αποφάσεις που θα συμβάλλουν στη διάσωση του ελαττωματικού δικογράφου, με τη βοήθεια του άρθρου 236 ΚΠολΔ και άρα το όφελος θα ήταν, αδιαμφισβήτητα μεγάλο.
Η "αοριστία" του δικογράφου είναι πρααγματική μάστιγα στην ελληνική δικαστική πρακτική, η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει υποβαθμίσει την δικηγορική πρακτική σε κρυφτούλι αποφυγής της. Τον χειρότερο ρόλο βέβαια στην όλη υπόθεση παίζει ο Άρειος Πάγος...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕν πάση περιπτώσει, εδώ θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτά που λέγονται στο άρθρο δεν είναι ευσεβείς πόθοι και ονειροπολήματα θεωρητικών του είδους, αλλά πράγματα που σε μία ευνομούμενη δικαιοσύνη είναι αυτονόητα. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, την οποία τυχαίνει να γνωρίζω και από την οποία πήραμε αρκετά (τα οποία φροντίζουμε, αντί να τα βελτιώνουμε, να τα στρεβλώνουμε καθημερινά), το Bestimmtheitsgebot (υποχρέωση ορισμένης διατύπωσης) αφορά στο αίτημα της αγωγής (π.χ. να ζητείται "να υποχρεωθεί ο Χ να πληρώσει € 100" και όχι "να υποχρεωθεί να πληρώσει ό,τι χρωστάει"). Το υπόλοιπο δικόγραφο όμως, η θεμελίωση του αιτήματος, δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής ως αόριστης - ελλείψει επαρκούς θεμελίωσης, η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη. Εάν όμως υπάρχουν ελλείψεις ως προς την θεμελίωση του αιτήματος, τότε το δικαστήριο βγάζει αρχικά προδικαστική απόφαση (πριν από την ακροαματική διαδικασία και πριν καν ορίσει δικάσιμο), με την οποία επισημαίνει τις ελλείψεις και καλεί τον ενάγοντα να τις συμπληρώσει. Το ίδιο γίνεται και όταν το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει πιθανόν εφαρμογή κανόνα δικαίου, τον οποίο δεν έχουν λάβει υπόψιν οι διάδικοι (τους καλεί να εκφράσουν τις απόψεις τους και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία επ' αυτού). Αυτή είναι η λεγόμενη Hinweispflicht (υποχρέωση επισήμανσης): Η παράβασή της καθιστά την απόφαση εκκλητή ή, αναλόγως, αναιρετέα.