Από τη σύντομη πληροφόρηση που -αργά χθες το βράδυ- έλαβα από το
δικηγόρο Ι. Μυταλούλη που εκπροσώπησε τις Ενώσεις Καταναλωτών ενώπιον του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που με την υπ΄αριθμ. 1101/2012 απόφαση Του έκρινε αντισυνταγματική
και παράνομη την είσπραξη του τέλους ακινήτων (ΕΕΤΗΔΕ) μέσω των λογαριασμών της
ΔΕΗ, έχω την αίσθηση, ότι για να αχθεί το ζήτημα απευθείας στον
ΆρειοΠάγο έγιναν επιπόλαιες δικονομικές μεθοδεύσεις που αν αποδειχτούν τέτοιες,
η αίτηση ενώπιον του Αρείου Πάγου μέλλεται να απορριφθεί και μάλιστα
χωρίς καν το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία.
Αναίρεση επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 5 ΚΠολΔ, αν
το δικαστήριο σε περίπτωση καθ` ύλην αρμοδιότητας εσφαλμένα
δέχτηκε ότι είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο. Ειδικότερα σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο
αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ` ύλην
αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχτηκε ότι είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο, με την επιφύλαξη
των διατάξεων του άρθρου 47, σύμφωνα προς τις οποίες δεν υπόκεινται σε
προσβολή με ένδικο μέσο απόφαση πρωτοδικείου, πολυμελούς ή μονομελούς, για το
λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, και απόφαση
πολυμελούς πρωτοδικείου, για υπόθεση της αρμοδιότητας του μονομελούς. Από
τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δημιουργείται μόνον,
όταν υπάρχει σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας αναφερόμενο σε παραδοχή καθ`
ύλην αρμοδιότητας ή αναρμοδιότητας αυτού του ιδίου.
Επομένως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το Eφετείο,
επιλαμβανόμενο έφεσης που υπάγεται, κατά το άρθρο 19 του ΚΠολΔ, στην καθ` ύλην
αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένα, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε
την εκκαλούμενη απόφαση ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο καθ` ύλην (Ολ.ΑΠ 3/1991, Ολ. ΑΠ
5/2003). Να σημειωθεί ότι η άποψη αυτή έχει υποστεί σφοδρή κριτική (δεν ενδιαφέρει στην υπό
κρίση περίπτωση).
Προκύπτει από τα παραπάνω ότι η έλλειψη υλικής αρμοδιότητας του
δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να
προταθεί για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο με το αναιρετικό
δικόγραφο. Και τούτο, γιατί η έλλειψή της εξετάζεται αυτεπάγγελτα προς
προστασία του δημόσιου συμφέροντος. Όμως η αναρμοδιότητα θα πρέπει να προκύπτει
με σαφήνεια από τα διαδικαστικά έγγραφα, στα οποία είχε στηριχτεί η
προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 784/71 ΑρχΝ 1972, 312).
Άρα με τον αριθμό 5 του άρθρου 559 καθιερώνονται τρεις αναιρετικοί λόγοι: α)
γιατί το δικαστήριο δέχτηκε εσφαλμένως ότι έχει υλική αρμοδιότητα, β)
γιατί παρέπεμψε την υπόθεση σε άλλο δικαστήριο, το οποίο θεώρησε εσφαλμένα ως
αρμόδιο υλικώς και γ) γιατί το δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση ως
υλικώς ή τοπικώς αρμόδιο δε συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο της τελεσίδικης
παραπομπής (Γ. Μπλάτσιος, Δ5, 667). Ο δεύτερος και ο τρίτος από τους τρεις
αυτούς αναιρετικούς λόγους αφορούν αποκλειστικώς την παραπεμπτική απόφαση, η
οποία μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς με το άρθρο 552 § 1 εδ. α' (πρβλ. και 513
§ 1 εδ. α'), ενώ ο πρώτος από τους λόγους αυτούς αφορά μόνο την
οριστική (ΚΑΙ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ) απόφαση επί της αγωγής (Γ. Μπλάτσιος, Δ
5, 668). Τέλος η εσφαλμένη διάγνωση της λειτουργικής
αρμοδιότητας (βλ. σχετικώς 2 πριν από το άρθρο 12 σελ. 169) ΔΕ
στηρίζει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 5 αλλά του αριθμού 14, για παράνομη
κήρυξη ή μη κήρυξη του απαραδέκτου. [βλ. Κ Μπέης άρθρο 559 αριθ. 5].
Την ίδια ως άνω άποψη ως προς την προϋπόθεση η απόφαση να είναι
«οριστική καιΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ» προκειμένου να προταθεί για πρώτη φορά
στον Άρειο Πάγο με το αναιρετικό δικόγραφο που στηρίζει τον αναιρετικό λόγο του
αριθμού 5, υποστηρίζει και ο Βαθρακοκοίλης: Με τον αρ 5
ορίζονται αναιρετικοί λόγοι σε σχέση με την καθ' ύλην αρμοδιότητα ΚΑΙ
ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΗ, αν το δικαστήριο δέχτηκε εσφαλμένα την ύπαρξη υλικής
αρμοδιότητας του ή παρέπεμψε την υπόθεση σε άλλο δικαστήριο, το οποίο έκρινε
εσφαλμένα καθ' ύλην αρμόδιο, ή τέλος αν το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η
υπόθεση ως καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο δεν συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο
της τελεσίδικης παραπομπής. Ο πρώτος λόγος αφορά ΜΟΝΟΝ την οριστική
ΚΑΙ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ επί της αγωγής απόφαση (Βλ Μπάτσιο Γ.,
Δ5/668), ενώ ο δεύτερος και τρίτος αφορούν αποκλειστικά την παραπεμπτική
απόφαση, η οποία μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς με το αρθρ 553 παρ 1 εδ. α'.
Περαιτέρω, οι
οριστικές αποφάσεις που δεν προσβάλλονται με τα τακτικά ένδικα μέσα της
ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης χαρακτηρίζονται ως τελεσίδικες. Τελεσίδικες
είναι εκείνες οι οριστικές αποφάσεις οι οποίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή
ερημοδικίας και έφεση. Οι αποφάσεις αυτές δεν υπόκεινται σ αυτά τα
ένδικα μέσα είτε επειδή αυτά ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν, είτε επειδή ΠΑΡΗΛΘΕ
ΑΠΡΑΚΤΗ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥΣ, είτε επειδή ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΟΙ παραιτήθηκαν
από αυτά.
Έτσι, αν το ένδικο μέσο της έφεσης έχει ασκηθεί και δεν έχει απορριφθεί, ή
αν κάποιος από τους διαδίκους ΔΕΝ ΠΑΡΑΙΤΕΊΤΑΙ από το
δικαίωμα άσκησης αυτού του ένδικου μέσου,εφόσον ΔΕΝ έχει παρέλθει ακόμη η
προθεσμία για την άσκησή του για οποιονδήποτε από τους διαδίκους η
οριστική απόφαση ΔΕΝ κατακτά το βαθμό ωριμότητας της τελεσιδικίας ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑΝ
από τους διαδίκους.
Εξάλλου, τα άρθρα 294, 295, 296 και 299 ΚΠολΔ ρυθμίζουν την παραίτηση του
διαδίκου από εκκρεμή διαδικαστική πράξη που έχει ασκήσει. Μια παραίτηση που
πρέπει να είναι ρητή και σαφής, και μάλιστα με τον περιοριστικό τύπο της
δήλωσης που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου ή με δικόγραφο που
επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Είναι από αυτά βέβαιο ότι η
δήλωση αποδοχής μιας δικαστικής απόφασης ταυτίζεται κατά τις έννομες συνέπειές
της με τη δήλωση παραίτησης από δικαίωμα εναντίωσης σ’ αυτήν την απόφαση με
ένδικο μέσο. Αυτό σημαίνει ότι άν ο διάδικος παραιτείται ρητώς από το
δικαίωμα να εναντιωθεί στο διατακτικό της εν όλω ή εν μέρει βλαπτικής γι’ αυτόν
απόφασης, είναι βέβαιο ότι παραλλήλως και αναποδράστως ΕΧΕΙ
ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ. Και αντιστρόφως, άν αποδέχεται την
απόφαση, αυτό σημαίνει αναποδράστως ότι παραιτείται από το δικαίωμα
προσβολής της με ένδικα μέσα [βλ. Κ. Μπέης ΠολΔ 293-299.- Σιωπηρή παραίτηση από τοδικαίωμα
για άσκηση ένδικου μέσου].
Ίδια και Βαθρακοκοίλης: αν η παραίτηση γίνει ΠΡΙΝ από την άσκηση
του ένδικου μέσου, η οποία αφορά το δικαίωμα προς άσκηση του και υποδηλώνει
στην ουσία ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ δεν υπόκειται στη
ρύθμιση του αρθρ 297 και συνεπώς, με εξαίρεση ορισμένες περιπτώσεις που αφορούν
τη δημόσια τάξη (βλ αρθρ 606,614), στο διαγραφόμενο από τη διάταξη αυτή
τύπο, μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή και σιωπηρώς (Βλ ΑΕΔ
42/90 Δνη 32/313, ΟλΑΓΙ 1804/86 ΝοΒ 35/1607, Λνη 28/1033, ΟλΑΠ 626/80 ΝοΒ
28/1981).
Εξάλλου, η παραίτηση από το δικαίωμα για άσκηση ένδικου μέσου πρέπει,
σύμφωνα με το άρθρο 297 ΠολΔ να γίνει είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα
πρακτικά είτε με την επίδοση σχετικού δικογράφου στον αντίδικο. Τέλος καμιά
διάταξη του δικονομικού δικαίου δέν ρυθμίζει την άτυπη αποδοχή δικαστικής
απόφασης. Ενώ αντιθέτως ρητώς ρυθμίζει την παραίτηση από το δικαίωμα για
προσβολή της δικαστικής απόφασης με ένδικο μέσο (ΠολΔ 296 σε συνδυασμό με
299), αξιώνοντας να γίνει αυτή οπωσδήποτε με τον αυστηρό τύπο είτε ρητής και
σαφούς δήλωσης που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου, είτε με την
επίδοση σχετικού δικογράφου στον αντίδικο [βλ. Κ. Μπέης ΠολΔ 293-299.- Σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα
για άσκηση ένδικου μέσου].
Από τα στοιχεία που συνοπτικά περιήλθαν σε γνώση μου προκύπτουν τα εξής:
Ότι στη δίκη μεταξύ των Ενώσεων Καταναλωτών (ενάγοντες) και της ΔΕΗ
(εναγόμενη) εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 1101/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με
την οποία η αγωγή έγινε ΕΝ ΜΕΡΕΙ δεκτή,
κρίνοντας αντισυνταγματική και παράνομη την είσπραξη του τέλους
ακινήτων (ΕΕΤΗΔΕ) μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Ότι στη δίκη αυτή άσκησε
πρόσθετη υπέρ της ΔΕΗ παρέμβαση το Ελληνικό Δημόσιο. Ότι η ΔΕΗ (και μάλλον το
δημόσιο) άσκησαν απευθείας αναίρεση μεταξύ άλλων σύμφωνα (και) με το άρθρο 559
αριθ. 5 ΚΠολΔ, επικαλούμενοι ότι το δικαστήριο σε περίπτωση καθ` ύλην
αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχτηκε ότι είναι αρμόδιο. Ότι στα πλαίσια της δικονομικής αυτής μεθόδευσης προκειμένου το
ζήτημα να αχθεί απευθείας στον Άρειο Πάγο, ΔΕΗ και δημόσιο δηλώσαν παραίτηση
από το δικαίωμα για άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο
297 ΠολΔ, είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με την
επίδοση σχετικού δικογράφου στον αντίδικο, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΕΛΘΕΙ ΕΩΣ
ΤΗΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΩΣ ΟΙ ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ. Ότι οι
Ενώσεις Καταναλωτών ΔΕΝ ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΑΝ από το δικαίωμα για άσκηση του ένδικου
μέσου της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 297 ΠολΔ και άρα, δεδομένου ότι με
την απόφαση έγινε ΕΝ ΜΕΡΕΙ δεκτή την αγωγή, ΔΕΝ
ΕΧΕΙ ΓΙΑ ΑΥΤΕΣ ΠΑΡΕΛΘΕΙ Η ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ.
Δεδομένου συνεπώς ότι οι Ενώσεις Καταναλωτών ΔΕΝ
ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΑΝ από το δικαίωμα άσκησης του ένδικου μέσου της εφέσεως, εφόσον
ΔΕΝ έχει παρέλθει ακόμη η προθεσμία για την άσκησή της για οποιονδήποτε από
τους διαδίκους (Ενώσεις Καταναλωτών και ΔΕΗ) η οριστική
υπ΄αριθμ. 1101/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ΔΕΝ ΕΧΕΙ
ΚΑΤΑΣΤΕΙ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑΝ από τους διαδίκους, για το λόγο
ότι επιφυλάσσεται στις Ενώσεις Καταναλωτών το δικαίωμα της άσκησης εφέσεως κατά
της ανωτέρω απόφασης κατά το μέρος που απέρριψε ότι κρίθηκε απορριπτέο. Άρα
δεν προσβάλλεται παραδεκτά με αναίρεση.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι η παραίτηση έγινε ΠΡΙΝ
από την άσκηση του ένδικου μέσου, η οποία αφορά το δικαίωμα προς άσκηση
του , υποδηλώνει στην ουσία ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ.
Η δήλωση αυτή αποδοχής εκ μέρους της ΔΕΗ και του δημοσίου της δικαστικής
απόφασης, ταυτίζεται κατά τις έννομες συνέπειές της με τη δήλωση παραίτησης από
δικαίωμα εναντίωσης σ’ αυτήν την απόφαση με ένδικο μέσο. Αυτό σημαίνει
ότι παραιτούνται ρητώς από το δικαίωμα να εναντιωθούν στο διατακτικό της
εν όλω ή εν μέρει βλαπτικής γι’ αυτούς απόφασης και άρα ότι
παραλλήλως και αναποδράστως ΕΧΟΥΝ ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ (και
αντιστρόφως, δεδομένου ότι αποδέχονται την απόφαση, αυτό
σημαίνει αναποδράστως ότι παραιτούνται (και) από το δικαίωμα προσβολής της
με ένδικα μέσα).
Εξάλλου και αν ακόμα υποτεθεί ότι ήταν εσφαλμένη η διάγνωση από το
Πολυμελές Πρωτοδικείο της λειτουργικής αρμοδιότητας τούτο ΔΕ στηρίζει τον
αναιρετικό λόγο του αριθμού 5 αλλά του αριθμού 14, για παράνομη κήρυξη ή μη
κήρυξη του απαραδέκτου. [βλ. Κων Μπέης άρθρο 559 αριθ. 5]. Αυτονόητο
επίσης είναι ότι με τον αρ 5 (559 άρθρου) ορίζονται αναιρετικοί λόγοι σε σχέση
με την καθ' ύλην αρμοδιότητα ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΗ.
Τέλος για την αποδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης από το Δημόσιο
και την εκ τούτου παραίτηση από του ενδίκου μέσου κατ' αυτής πρέπει, όπως
προκύπτει από το αρθρ 5 παρ 1 εδ. ε' του βδ 6 της 2/2.1.1961 «περί οργανισμού
του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» και αρθρ 34, 35, 36 του από 26.6/10.7.44 κδ
περί κωδικός νόμων περί δικών του Δημοσίου, που ισχύει και μετά την εισαγωγή
ΚΠολΔ, να προηγηθεί γνωμοδότηση του αρμοδίου τμήματος αυτού (ΑΠ
187/73 ΝοΒ 21/990, ΕΑ 10403/78 ΝοΒ 27/1124).
Η παρούσα δημοσιεύεται με κάθε επιφύλαξη ως προς την ορθότητα και πληρότητά
της, δεδομένου ότι έρευνα των νομικών εδώ ζητημάτων έγινε υπό την πίεση
της αυριανής εκδίκασης της αίτησης αναστολής (τέσσερις μόλις ώρες έρευνας) .
Γράφει ο Θανάσης Αλαμπάσης
Κύριε, στην αρχή του άρθρου σας αναφέρεστε σε δήλωση Στουρνάρα για έλλειψη δικαιοδοσίας. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναίρεσης στηρίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 559 ( υπέρβαση δικαιοδοσίας πολιτικών δικαστηρίων ) και όχι στην παρ. 5 ιδίου άρθρου που αναφέρται στην αρμοδιοτητα. Οσο για τα αναφερόμενα περί τελεσίδικης απόφασης μόνο ως προς τα κεφάλαια της απόφασης για τα οποία έγινε δεκτή η αγωγή, σύμφωνα με την ΟλΑπ 16/1990, στο Εφετείο μεταβιβάζεται η υπόθεση μόνο ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια. Συνεπώς, για τα κεφάλαια τα οποία δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση στο Εφετείο και τα οποία έχουν καταστεί τελεσίδικα, επιτρέπεται αναίρεση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚύριε, πολύ σωστά όσα αναφέρετε, με μια μόνο επισήμανση: XΩΡΙΣ NA ΠΑΡΕΛΘΕΙ ΑΠΡΑΚΤΗ Η ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ? Έχω την αίσθηση ότι αν το ένδικο μέσο της έφεσης έχει ασκηθεί και δεν έχει απορριφθεί, ή αν ΚΑΠΟΙΟΣ από τους διαδίκους ΔΕΝ ΠΑΡΑΙΤΕΊΤΑΙ από το δικαίωμα άσκησης αυτού του ένδικου μέσου, εφόσον ΔΕΝ έχει παρέλθει ακόμη η προθεσμία για την άσκησή του για οποιονδήποτε από τους διαδίκους η οριστική απόφαση ΔΕΝ κατακτά το βαθμό ωριμότητας της τελεσιδικίας ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑΝ από τους διαδίκους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 495 παρ. 1, 552, 553 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι απόφαση πρωτοβαθμίου
δικαστηρίου υπόκειται σε αναίρεση, που ασκείται με κατάθεση στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, εφόσον δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση ή ανακοπή ερημοδικίας (ΑΠ 447/2010).
Ως προς την επισήμανσή σας ότι "ο σχετικός λόγος αναίρεσης στηρίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 559 (υπέρβαση δικαιοδοσίας πολιτικών δικαστηρίων) και όχι στην παρ. 5 ιδίου άρθρου που αναφέρται" , η παρ. 5 μου υποδείχθηκε ως ένας από τους λόγους αναίρεσης. Ως προς την παράγραφο 5 σε σχέση με τη δήλωση Στουρνάρα έχετε δίκιο. Είναι άσχετη με τη δήλωση Στουρναρα και μπήκε εκ παραδρομής.